Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Γιατί βλέπεις...

Ήταν πολύς ο κόσμος. Κι εγώ ήμουν σε μια γωνία δίπλα από αυτόν τον καμβά που είχε ένα κομμάτι της ψυχής μου και δεν με άφηνε να ξεκολλήσω από δίπλα του. Δεν νομίζω πως με κατάλαβαν πολλοί γιατί είχαν κάτι άλλο να ασχοληθούν. Και δεν με ένοιαζε. Ήμουν η σκιά που έτσι κι αλλιώς ήμουν πάντα γι' αυτούς. Όρθια. Και όπως πήγε κάποιος να με αγκαλιάσει ένιωσα την κίνηση του προς το μέρος μου ασήκωτη και τρόμαξα τόσο πολύ που πήρα τον καμβά και άρχισα να τρέχω μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων τους. Είχαν κοκαλώσει γιατί δεν ήξεραν να τρέχουν. Γιατί βλέπεις εγώ είχα πάει σχολείο στην πέμπτη διασταύρωση της μεγάλης λεωφόρου κάτω από εκείνη τη νέον πινακίδα. Από το κέντρο προς τα δυτικά προάστια. Γιατί βλέπεις εγώ τα χρώματα δεν τα έλεγα γκρι και κόκκινο αλλά πείνα και έρωτα. Γιατί βλέπεις εμένα δεν μου άρεσαν ποτέ οι ίσιοι δρόμοι. Γιατί βλέπεις εγώ έβλεπα το κουράγιο σε άγνωστα χαμόγελα και όχι σε γνωστά κλάματα. Γιατί βλέπεις εγώ ήξερα να τρώω υγρασία για βραδινό. Γιατί βλέπεις το όνομα μου το διάλεξα μόνη μου. Γιατί βλέπεις εμένα με ήξεραν μόνο όταν ήμουν εκεί και μπορούσαν κι αυτοί να με δουν. Και ήταν περίεργο όχι που με είδαν αλλά που με πρόσεξαν. Αλλά δεν κατάλαβα γιατί τους ακολούθησα. Καλύτερα που έφυγα όμως. Πάλι θα φάω ύφασμα. Ξέρεις πως είναι να δαγκώνεις το σεντόνι σου μέχρι να σε πάρει ο ύπνος;
Αύριο θα τεμπελιάσω πάλι. Έχω αρκετές μέρες να το κάνω. Και από μεθαύριο θα ξαναρχίσω να περιπλανιέμαι στους δρόμους της πόλης γιατί δεν έχω δει ακόμα όλα τα στενάκια.

1 σχόλιο:

  1. http://www.youtube.com/watch?v=QCQTr8ZYdhg

    Pablo Neruda

    Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
    κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
    η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
    Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
    κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
    στα χείλη σου τη σφαγίδα του βάνει.
    Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
    έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ’ απ’ τα πράγματα,
    ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
    Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
    σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.

    Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενητειά.
    Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
    απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
    Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
    η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
    Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
    μες τη δική σου σιωπή.
    Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
    τη δικιά σου
    που είναι απέρριτη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
    και που λάμπει σαν αστραπή.
    Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
    η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
    Απόμακρη και τοσηδά και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη
    είναι η δικιά σου σιωπή.

    Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
    Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
    Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
    για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή