Βουτιά στη δεξαμενή της ανασφάλειας ξανά και η απόσταση μεγαλώνει.
Άλλαξε λωρίδα, μπες αριστερά γιατί θέλω να τρέξουμε πάνω από το όριο ταχύτητας.
Επαρχιακή παρατημένη λεωφόρος.
Σκόρπιες πινακίδες διαφημίσεων μέσα σε χωράφια.
Που και που ένα βενζινάδικο με τη γνωστή μυρωδιά στο τέλος, αφού βγει η μάνικα.
Είμαι κακοδιάθετη, μη σου πω ανακατεύομαι κιόλας και πονάει το κεφάλι μου.
Θέλω να πάω να ξαπλώσω σε εκείνο το άδειο δωμάτιο και να βράσω στην καλοκαιρινή ζέστη.
Ούτε να ακούω τη λέξη πετρέλαιο και πόσο εκτιμάς ότι θα φτάσει σε δυο μήνες.
Γιατί έχω πιο σημαντικά πράγματα να κάνω σε δύο μήνες κι ας κρυώνω.
Αλλά τώρα ας κοιτάξω, γρήγορα όπως σου ζήτησα, και περνάμε τα παρατημένα κτίρια της ΒΙ.ΠΕ.
Δεν μοιάζουν τρομακτικά, μοιάζουν θλιμμένα, και καταφέρνουν να στο μεταφέρουν τα γαμημένα.
Τι γελάς;
Α ναι, σύμφωνα με σένα όλοι πρέπει να νιώσουν την εγκατάλειψη.
Εμείς παραπάνω.
Σωστά, σωστά.
Ας μην έχουμε κι άλλη ζωή.
Πολύ βαριά η κουβέντα όμως.
Ας ανοίξω το παράθυρο να πάρουμε λίγο αέρα.
Ναι, είναι εκνευριστικό να σου ανακατεύει τα μαλλιά.
Μπαίνουμε στην πόλη.
Ρημαγμένος, παρατημένος, ξεχασμένος τόπος.
Παρόλα αυτά, ακάθεκτοι συνεχίζουν οι άνθρωποι εδώ την καθημερινότητα τους.
Καθόμαστε σε γνωστό μαγαζί εστίασης και τώρα ανακατεύομαι παραπάνω.
Καθαρές τουαλέτες;
Μάλλον επειδή δεν έρχεται κανείς πια εδώ.
Και το λιμάνι βρώμικο και σκοτεινό.
Πολύ ωραία.
Έτσι το περίμενα.
Τώρα με αυτή τη μαυρίλα μου έφτιαξε η διάθεση, με τρόπο ειρωνικό.
Έκτακτα.
Φυσάει κιόλας.
Όχι, όχι δεν ελαφρύ αυτό που φοράω.
Δωμάτιο πιο άδειο από το προηγούμενο.
Κοιμάμαι ακουμπισμένη στον τοίχο γιατί δεν έχω κουράγιο να ξαπλώσω.
Και ο τοίχος είναι πιο αναπαυτικός από αυτά τα άχυρα, μη σου πω.
Α, ώστε ακούς τις ειδήσεις από στο ραδιόφωνο;
Εγώ ακόμα διαβάζω εφημερίδα, τι γραφική και ανόητη και ρομαντική, ε;
Τι ειρωνική πόλη τελικά;
Τέσσερις και έντεκα.
Πολύ έντονη η βραδινή ζέστη εδώ.
Μπα, είμαι μόνη μου;
Πού στο διάολο πας όταν χρειάζομαι να μιλήσω με κάποιον;
Τουλάχιστον, ελπίσω να σου ΄χει μείνει μυαλό να προσέχεις στα λιμανίσια μπουρδέλα.
Ανοίγει αυτό το παράθυρο;
Μια και καλή απ'ότι φαίνεται.
Τι κάνει νυχτιάτικα αυτό το μικρό στο μπαλκόνι;
Απέναντι είναι οι εργατικές πολυκατοικίες αυτής της πόλης.
Τι κράτος!
Χτίζει και πολυκατοικίες.
Να μας πλήρωνε και τα μάρμαρα του άλλου του κόσμου καλά θα ήταν, αλλά βλέπεις πώς θα τρώνε τα κοράκια;
Το νιάνιαρο κρατάει ένα καλάμι και ψαρεύει από τον τέταρτο στο μαύρο κενό της νύχτας.
Τώρα θα μπορούσε κανείς ρομαντικός να πει πολλά για αυτήν την εικόνα, που είναι αστεία και δε με αφορούν.
Ας έχει.
Το μπαλκόνι είναι ετοιμόρροπο.
Αν πέσει το κωλόπαιδο θα το πληρώνει άραγε το κράτος;
Τι στο διάολο το πληρώσαμε το εξίσου εργατικό ξενοδοχείο αφού θα βγαίναμε και οι δυο τη νύχτα.
Γιατί σε κάνω παρέα ακόμα δεν έχω καταλάβει.
Μάλλον γιατί ξέρεις όλες αυτές τις τρύπες που μένεις σχεδόν τζάμπα.
Τέσσερα νεκροταφεία έχει ετούτη η πόλη.
Οι γνωστικοί ξέρουν μόνο ένα.
Εγώ τέσσερα.
Ένα μαρμαρένιο και κιτς. Κακόγουστα κιτς.
Ένα υπαίθριο πάρκο με πεθαμένους φοίνικες που έμοιαζαν να κοιτάζουν τόσο αφ' υψηλού.
Τρίτο, τον πάτο της θάλασσας που κρυφά κάποια φασισταριά βούλιαζαν βασανισμένους αγωνιστές κάποιας αντίστασης.( Αυτή η αντίσταση είναι έννοια δισυπόστατη τελικά. Από τη μια προσπαθείς να κρατηθείς να μην πας πίσω και από την άλλη θες να πας μπροστά, στο αύριο, στο όνειρο, στη ζωή.)
Τέταρτο είναι τα ορυχεία. Ένας ερημωμένος εντελώς, από ζωντανούς, τάφος σιωπηλών εργατικών ψυχών. Οι σηκωμένες γροθιές έλιωσαν με το χρόνο.
Στην προηγούμενη πόλη είχε παντού σειρήνες να σου κάνουν παρέα. Όλο δράση και σαματάς. Ποτέ δεν έπαυες να κόβεις φάτσες και να αναρωτιέσαι τι κέρατα κουβαλάνε.
Εδώ όλα ειρωνικά νεκρά. Δεν είναι μεγάλη η πόλη αλλά είναι ατυχές το γεγονός να πέσω πάνω σου. Όχι λες, δεν είχες πάει να αγοράσεις έρωτα. Σκεφτόσουν μια αλλαγή στα σχέδια, να πάμε κάπου αλλού πρώτα. Ό,τι πεις, ό,τι θες. Εξάλλου υποσχέθηκα να σε προσέχω ότι βλακεία και να κατέβαινε στο ξερό σου το κεφάλι.
Ώστε θα φύγουμε από αυτό το λιμάνι.
Από την αρχή μου άρεσε.
Ναι, θα κάνω μια βόλτα και θα έρθω για ύπνο.