Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Ημερολόγιο της Κενότητας (1)


Το σπίτι. Τα λεφτά. Πράγματα πολύ σημαντικά. Ειδικά όταν είναι άλλων και τα θέλουμε δικά μας. Μένει εδώ κάποια κυρία Α. Αυτή  η κυρία είχε, λέει, παντρευτεί κάποιον ναυτικό. Πνίγηκε κάπου σε κάποια θάλασσα κακιά. Πάει ετούτος. Η κυρία αυτή, λοιπόν, δούλεψε. Ως πόρνη λένε κάποιοι κακεντρεχείς. Βλέπετε, ακόμα και όταν δεν ήταν χήρα, στην πιάτσα ως τέτοια την ήξεραν για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο όσοι ήθελαν να ψυχαγωγηθούν από τα ταλέντα της κυρίας Α. Την είχαν κουτσομπολέψει πολύ στη γειτονιά. Όπως και στην προηγούμενη. Αντί να απεχθάνεται το κουτσομπολιό, είχε μπλεχτεί και εκείνη στην ατέρμονη του λαίλαπα, χωρίς επιστροφή. Η μεγαλύτερη όμως έκρηξη κουτσομπολιού για το άτομο της ήρθε όταν άρχισε να την ψάχνει η αστυνομία. Στον μικρό κόσμο μας τα λόγια πήγαιναν και έρχονταν. Η αστυνομία όμως περνούσε τη γειτονιά μας σε ένα άλλο επίπεδο. Τότε μάθαμε πως η κυρία Α. δούλευε εσωτερική για κάποιον καιρό σε ένα γέρο. Από αυτόν, ποιος ξέρει με τι μέσα, πήρε χρυσό και λεφτά, και όπως καταλαβαίνετε, η υπόλοιπη οικογένεια αυτού του τύπου την έψαχνε τώρα που ο γέρος πέθανε. Δεν ξέρω αν έκανε στη στενή. Αλλά και να έκανε μάλλον δεν θα ήταν η πρώτη φορά.
Η κυρία Χ., πάλι, ήταν φίλη της κυρίας Α. Αυτή δούλευε σε δημόσια υπηρεσία και κοίταζε το ιδιωτικό της συμφέρον. Με διάφορες ραδιουργίες έβγαλε κάποια δημόσια λεφτά και τα έβαλε σε έναν ιδιωτικό λογαριασμό τραπέζης. Ο άντρας της, δεν θα έλεγα και το άλλο της μισό, περηφανευόταν κάποια στιγμή, αφού είχε πάρει σύνταξη, ότι έκρυβε ρολά χαρτιού στο παντελόνι του φεύγοντας από τη χαρτοβιομηχανία που δούλευε. Εμένα βέβαια με διασκεδάζουν πολύ οι άνθρωποι που κλέβουν τον καπιταλισμό αλλά τον ψηφίζουν κάθε τέσσερα χρόνια ξανά, ενώ έχουν να παινεύονται ότι τον έκλεψαν. Μα τι επαναστατική συνείδηση! Ο κύριος αυτός πέθανε από καρκίνο. Άφησε όμως πίσω του πολλά λεφτά. Είχε και άλλα τόσα η κυρία Χ. Προσθέτοντας αυτά τα δυο ποσά, η κυρία Χ. βρέθηκε  κάπως πλούσια. Η μίζερη ζωή που ζούσε μέχρι τώρα απέκτησε κάποιες μικρές καταναλωτικές απολαύσεις. Όμως η κυρία Χ. δεν είχε παιδιά. Και λέει μια παροιμία, που μου έλεγε η γιαγιά μου (που καθόλου απαλλαγμένη από πάθη και κουτσομπολιά δεν ήταν) ότι όπου ο θεός δεν δίνει παιδιά δίνει ο διάολος ανίψια. Τώρα ποιος θεός και ποιος διάολος θα σας γελάσω. 
Πολλά ανίψια που κάπως, κάπου και από κάποιον έμαθαν για τα ζεστά φράγκα φάνηκαν παραπάνω από πρόθυμοι να κάνουν παρέα στην όχι και τόσο γριά θεία Χ. 
Αλλά βλέπεις, όσο  πονηροί και να νομίζουν πως είναι κάποιοι πάντα υπάρχουν οι επαγγελματίες. 
Και η κυρία Α. ήταν τουλάχιστον επαγγελματίας στις πονηριές και στις αμαρτίες. Τα λεφτά τα είχε μυρίσει χρόνια τώρα. Είπε στην κόρη της, την κυρία Ν. να πιάσουν φιλίες. Το κοινό πάθος των τριών γυναικών ήταν το κακολόγημα των άλλων. Δεν άργησαν να γίνουν αχώριστες, για να μην το πω όπως το λέμε στις χωμάτινες εκείνες γειτονιές. Οχτάωρα έκλειναν στο σπίτι της Ν. που ήταν παντρεμένη και με δυο παιδιά που από αυτά που είχαν ακούσει τα αυτάκια τους είχαν μάτια πονηρά από τεσσάρων χρονών ακόμη. Φυσικά η κυρία Α. θεωρούσε σωστό να μένει με την κόρη της, την Ν. για να της μάθει, όπως η ίδια μάλλον αυτοσαρκαζόμενη έλεγε, το νοικοκυριό. 
Πέθανε ο άντρας της κυρίας Χ. Πήγαμε στο νεκροταφείο. Ήταν χειμώνας και η υγρασία μας έκανε να βουλιάζουμε στο αττικό χώμα. Δε βαριέσαι. Εμένα πάντα μου άρεσαν οι κηδείες. Δεν χρειαζόταν να προσποιηθείς τον χαρούμενο, όπως στους γάμους, και είχες όλη την άνεση να δείχνεις κατσουφιασμένος που ήσουν με όλους αυτούς τους αντιπαθητικούς γνωστούς σου. Ή και άγνωστους. Δεν έχει σημασία. Το πως τον έκλαψαν η κυρία Α. και η κόρη της η Ν. δε λέγεται. Ούτε παιδί τους να ήταν. 
Η επόμενη μέρα ήταν δύσκολη. Για τους λόγους του καθενός και της καθεμιάς βέβαια. 
Εγώ είχα πολλά διαβάσματα και η κηδεία με πήγε πίσω. Και μου τη δίνει πολύ αυτό. 
Η κυρία Χ. να αντέξει - σνιφ- την απώλεια. 
Η κυρία Α. να βάλει μπρος το σχέδιο της. 
Μυξοκλαίγοντας στην κυρία Χ. της έλεγε πόσο δύσκολο θα ήταν να ζει μόνη της σε τέτοια ηλικία. Βέβαια, και εκείνη ζούσε μόνη της αλλά είχε παιδιά. Ναι, ναι μπορεί ο γιόκας της να έμενε στου διαόλου τη μάνα- συγγνώμη στο φάληρο εννοούσα- και να μην ερχόταν να τους δει ποτέ, αλλά αυτός ήταν άντρας και δεν χρειαζόταν τη μαμά του. Βλέπετε ο σεξισμός είναι ζήτημα όλων, ανεξαρτήτως φύλου. Ειδικά στο κομμάτι της αναπαραγωγής των γελοίων στερεοτύπων του... Η Ν. όμως άξιο κορίτσι ( επιτρέψτε μου να κρατήσω τις επιφυλάξεις μου για την αξιοσύνη της), μπορούσε να τη φροντίσει και εκείνη όταν θα ερχόταν η κακιά στιγμή. Όμως το καημένο το κορίτσι είχε και δυο παιδιά να μεγαλώσει. Μα δούλευε ο άντρας της, αλλά πού να φτάσουν, μάτια μου; Αν είχε μια σιγουριά, να το σπίτι για το ένα από τα παιδιά...
Τα λόγια που ειπώθηκαν μετά από αυτό ήταν βαριά για τα ευαίσθητα αυτάκια μου. Κάτι βέβαια μου λέει ότι οι άτυχες πεταλούδες της νύχτας της οδού Φυλής θα είχαν λόξιγκα. Οι σχέσεις οι πολύωρες κόπηκαν μαχαίρι. Άλλες κυρίες της τέχνης του κουτσομπολιού φρόντισαν να αναπτύξουν θεωρίες, τόσο φανταστικές και τέλειες, που θα τις ζήλευε ο κύριος Schrödinger. Επικράτησε το ότι κουράστηκαν όλη μέρα μαζί και ήθελαν τον προσωπικό τους χρόνο. Αμήν. 
Πότιζα ανέμελα τα λουλούδια μου. Με τη γνωστή μου μανία της λεπτομέρειας είχα βγάλει τη μεζούρα της ραπτικής και μετρούσα πόσο ψήλωσε το μικρό μου κυπαρισσάκι κατά τις δυο τελευταίες εβδομάδες. Σημείωνα σκεφτική σε ένα μπλοκάκι όταν με πλησίασε η Ν. με ένα τουρμπάνι, ή κάτι τέτοιο στο κεφάλι, και ένα μοιραίο και λυπημένο πλην θεατρινίστικο βλέμμα. Με ενοχλεί να με διακόπτουν, ειδικά όταν κάνω κάτι τόσο αλλοπρόσαλλες δουλειές. Αλλά η κυρία κατευθυνόταν αποφασιστικά προς το μέρος μου. Ωραία σκέφτηκα. 
Με καλησπέρισε και με ρώτησε δήθεν αθώα και κουρασμένα αν είχα να της δώσω ένα λεμόνι. 
Αφήστε με όμως να επισημάνω τη γελοιότητα της σκηνής. Είχα τρεις λεμονιές παραφορτωμένες με καρπούς. Ήταν απίθανο να μην είχα λεμόνι. Έκοψα τρία και της τα έδωσα ρωτώντας ευγενικά, τυπικά και αδιάφορα για τα παιδιά της. Μέγα λάθος. 
Αυτά, λέει, ήταν ακόμα μια χαρά, αλλά τώρα που η μαμά τους ήταν άρρωστη, πώς θα τα κατάφερναν τα καημένα αν πέθαινε. Ναι, ναι είχε μια πολύ σοβαρή αρρώστια- καρκίνο. Άστα κορίτσι μου. Της είπα περαστικά και έφυγε. 
Συνήθως δεν ασχολούμαι. Αλλά τώρα ανάγκασα το μυαλό μου να πάρει στροφές. Σε μένα δεν ήρθε για να το διαδώσω. Δεν μου είπε καν το εμπιστευτικό να μην το πω πουθενά - ήξερε ότι δεν θα το έλεγα. Αλλά γιατί να έρθει να πει σε μένα, εμένα που μου έλεγε μόνο καλημέρα, κάτι τόσο σοβαρό. Και φαινόταν ότι είχε σχεδιάσει και τι θα μου πει. Το απόγευμα έπινα το σκέτο τσάι μου σε εκείνα τα ωραία φούξια φλιτζανάκια όταν κατάλαβα. Δεν μου πολυαρέσει ο ρόλος του ντετέκτιβ που βρίσκει τη λύση στο μυστήριο, αλλά τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά. 
Η γνώμη μου μετρούσε. 
Γιατί δεν είχα την τάση να κουτσομπολεύω. Οπότε αν έλεγα κάτι εγώ θα ακουγόταν σοβαρό και όχι ακόμα ένα θέμα της βδομάδας. Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο που κάτι δε μου άρεσε καθόλου σε αυτήν την ιστορία. Και αποφάσισα να κρατήσω το μαργαριταρένιο στοματάκι μου βουλωμένο ότι και να προέκυπτε. 
Το ίδιο βράδυ όμως, η απεναντινή γειτόνισσα, σημειώστε τεράστια αναμεταδότρια αμφίβολων νέων και φημών, μου είπε με το νι και με το σίγμα πότε ξεκίνησε η Ν. της χημειοθεραπείες και άλλα τέτοια. Τι στο.., διάβαζαν και το μυαλό μου τώρα; Αστειεύομαι. Η άλλη το είχε πει στην κουτσομπόλα για να το μάθουν όλοι και σε μένα για να πείσω. Βέβαια, αυτό το κατάλαβα πιο μετά. 
Όταν έμαθα ότι άρχισαν πάλι, η Α. και η Ν. να μιλάνε γλυκά γλυκά στην κυρία Χ. 
Είπαμε ο άντρας της είχε πεθάνει από καρκίνο. Και ξάφνου η Ν. έπαθε καρκίνο. Δεν μου άρεσε να υποθέτω τέτοια πράγματα αλλά ανακατευόμουν και στη σκέψη. Απίστευτο μερικές φορές, πως μπορούν να σκεφτούν οι άνθρωποι, οι απλοί και καθημερινοί άνθρωποι των χωμάτινων γειτονιών μας. 
Οίκτος και πονηριά... Δεν ξέρω και δε θέλω να ξέρω. Έφυγα για μερικούς μήνες και όταν γύρισα έμαθα δυο πράγματα. Η Χ. είχε αγοράσει ένα σπίτι σε γνωστή παλιά αθηναϊκή συνοικία και η Ν. γιατρεύτηκε μετά από κάποιο τάμα. Δεν έχω και την καλύτερη σχέση με τα τάματα και τα γιατροσόφια, όπως η Μπέττυ αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. 
Δεδομένα: το κεφάλαιο, ή λαϊκότερα το παραδάκι είχε γίνει σπίτι. Και σπίτι η Χ. δεν θα τους έγραφε. Ακούστηκε ότι της είχαν ζητήσει λεφτά για γιατρούς ( αναθεματισμένη φάρα και αυτοί) αλλά μιας και η Ν. όλο στρουμπούλευε αντί να λιώνει από την αρρώστια,  και έβρισκε καινούρια χρώματα για το τουρμπάνι της η Χ. δεν είχε πιστέψει λέξη. 
Και φυσικά μια τέτοια εξέλιξη ήταν καλοδεχούμενη για τις απογευματινές παρέες που είχαν στερέψει από θέματα και τα οικονομικά στις εφημερίδες δεν τις ενδιέφεραν. 
Όταν η Χ. με ρώτησε τι πίστευα άλλαξα θέμα λέγοντας ότι δεν ήμουν εκεί αυτόν τον καιρό. Αν ήξερα, μόνο ότι ακουγόταν.
Έβραζα προχθές τη μαρμελάδα μου, και κάποια επισκέπτρια της μάνας μου έθιξε το θέμα. 
Πάγος στο τραπέζι, και η κουβέντα πήδησε στα αεροπλάνα. 
Γλυκιά μου Ν. με αυτά τα πράγματα δεν παίζεις...                                                      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου